Κοντογιώργης: «Αυτό το πολιτικό σύστημα, εκτός από “νεκρόφιλο”, παράγει “ηγέτες σκουπίδια”».
Η ελληνική κρίση είναι μονοσήμαντα
πολιτική
Του Γιώργου Κοντογιώργη
Στο κλίμα αυτό, η επένδυση στην ασυδοσία και στην ατιμωρησία για τη λεηλασία, τη διαπλοκή, τη διαφθορά, την αποδόμηση της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνικής συλλογικότητας, την πελατειακή εκτροπή των δημοσιών πολιτικών, καλύφθηκαν με το πρόσχημα (την ανάληψη) της “πολιτικής ευθύνης”. Η έννοια του “πολιτικού κόστους”, στο πλαίσιο αυτό, εστιάσθηκε μονοσήμαντα στις αντιδράσεις των διαπλεκομένων συμφερόντων, που λυμαίνονταν, μαζί με το πολιτικό προσωπικό, το κράτος, όχι στις προσδοκίες της κοινωνίας και στο κοινό συμφέρον.
Το κομματικό σύστημα, από διαμεσολαβητής της κοινωνίας και λειτουργός της πολιτείας, μεταλλάχθηκε σε κατοχικό ιδιοκτήτη του πολιτικού συστήματος, μεταβάλλοντας ουσιαστικά τον δημόσιο σε ιδιωτικό χώρο. Κομματοκρατία, δυναστικό έναντι του πολίτη, κράτος, λεηλατική διαχείριση του δημόσιου αγαθού, συγκροτούν το “σώμα” της μεταπολίτευσης, η οποία μπορεί αβιάστως να ορισθεί ως η ολοκληρωτική επιστροφή στο καθεστώς της πλέον απεχθούς φαυλοκρατίας του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.
Η καταχρέωση της χώρας, ιδίως από τη δεκαετία του 1980, δεν έγινε με γνώμονα την ανάπτυξη της οικονομίας και τις ανάγκες της κοινωνίας. Οφείλεται στην ακατάσχετη “λαιμαργία”, που ανέπτυξε συντοχρόνω η πολιτική τάξη, στη συνάρμοση των πολιτικών της με τη διαπλοκή και τη διαφθορά, που ανεδείχθη σε θεμέλιο του συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι η άνοδος και η διασφάλιση της πολιτικής σταδιοδρομίας των μελών της, συνεπήγετο την διέλευσή τους από τους “μηχανισμούς” των συγκατανευσιφάγων, δηλαδή από τη διαβεβαίωσή τους ότι θα εργασθούν συνεπώς ως εντολοδόχοι τους.
Η γιγάντωση της φοροδιαφυγής, η πύκνωση των αγκυλώσεων σε βάρος των υγειών δυνάμεων της κοινωνίας, η υποχώρηση των δημοσίων πολιτικών υπέρ της πελατειακής αποδόμησης της κοινωνικής συλλογικότητας, η επιστράτευση της διανόησης για την ενοχοποίηση της κοινωνίας και, προφανώς, η εκλεκτική επιλογή υπέρ μιας παρασιτικής στο κράτος αστικής τάξης, αποτελούν σημεία της στρατηγικής τής καταστροφής.
Ήταν φυσικό, αυτό το πολιτικό σύστημα, εκτός από “νεκρόφιλο”, να παράγει βασικά “ηγέτες σκουπίδια”, χωρίς καμία “φιλοδοξία” υστεροφημίας. Ο κομματικός σωλήνας και οι “παρατάξεις”, αποτέλεσαν το εκκολαπτήριο και, συγχρόνως, το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο δοκιμάζονταν η προσήνειά τους στο σύστημα.
Ώστε, η υπερχρέωση της χώρας δεν έγινε γιατί δεν επαρκούσε ο παραγόμενος πλούτος για τις ανάγκες της κοινωνίας ή λόγω μιας υπέρμετρης αναπτυξιακής προσπάθειας, αλλά για λόγους λεηλασίας. Έχει υπολογισθεί ότι εάν ο παραχθείς, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, πλούτος και ο εισαχθείς από την Ευρωπαϊκή ‘Ένωση, είχαν επενδυθεί παραγωγικά, το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα ήταν εφάμιλλο τουλάχιστον εκείνου της Σκανδιναβίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως ψευδές ότι οι Έλληνες ζούσαν υπεράνω των δυνατοτήτων τους, ή ότι το χρέος δεν ήταν διαχειρίσιμο.
Όμως, παρόλ’αυτά, εάν κατά την περίοδο του 2008-2009, λαμβανόταν στοιχειώδη μέτρα ανάταξης της οικονομίας, ανασυγκρότησης του κράτους και περιστολής της λεηλατικής διαχείρισης του δημοσίου χώρου, η προσφυγή στην τρόικα, δηλαδή η καθυπόταξη της χώρας στη διεθνή των αγορών και των στρατηγικών σχεδιασμών της Γερμανίας, δεν θα χρειαζόταν. Από τη μία, η πολιτική του “άστο για αργότερα” και από την άλλη, η λογική του “πολιτικού κόστους” (να μην θιγούν οι φίλιες ομάδες συμφερόντων) και, για όλους, η εμμονή στο “παλαιό καθεστώς”, σε συνδυασμό με την καθολική στοχοποίηση του πολιτικού προσωπικού ως υπευθύνου από την κοινωνία, οδήγησαν τη χώρα αύτανδρη στην αγκαλιά της τρόικας.
Με τον τρόπο αυτόν, μετακύλυαν το ελληνικό πρόβλημα στην Ευρώπη, από όπου ανέμεναν, όπως δήλωναν, τη διάσωση της χώρας. Νόμιζαν ότι έτσι θα διέφευγαν από τη δική τους ευθύνη και θα αντλούσαν συμπληρωματική νομιμοποίηση, δηλαδή ασφάλεια, ώστε να αντισταθμίσουν την εχθρότητα του μείζονος αντιπάλου, που ήταν εφεξής η κοινωνία των πολιτών.
Με διαφορετική διατύπωση, υπέβαλαν τη χώρα σε μια απεχθή εξωτερική κατοχή, για να διατηρήσουν οι ίδιοι τη δική τους επί της ελληνικής κοινωνίας. Προφανώς, δεν γνώριζαν τι συνέβη με τους Έλληνες ολιγαρχικούς, οι οποίοι συμμάχησαν με τους Ρωμαίους για την καθυπόταξη της Ελλάδας, ευελπιστώντας ότι έτσι θα μοιράζονταν μαζί τους την ηγεμονία επί των ελληνικών κοινωνιών. Δεν άργησε, όμως, να έρθει η σειρά τους, καταβάλλοντας εντέλει δυσανάλογο τίμημα.
Η διαχείριση της κρίσης, στο πλαίσιο του Μνημονίου, αναδεικνύει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την πολιτική διάσταση της κρίσης. Δεν προσχώρησαν απλώς στην πολιτική επιλογή των αγορών -και στο εσωτερικό της Ε.Ε., της Γερμανίας-, δηλαδή στην “κινεζοποίηση” της ελληνικής κοινωνίας, στην αποδόμηση του οικονομικού ιστού και του κοινωνικού χάρτη της χώρας, καθώς και στην απαξίωση του ιδιωτικού και του δημόσιου πλούτου. Προχώρησαν ακόμη περισσότερο, εφαρμόζοντας επιλεκτικά τις πρόνοιες του Μνημονίου εις βάρος της κοινωνίας της εργασίας και του παραγωγικού ιστού της χώρας. Απέφυγαν όμως πεισματικά να αγγίξουν τους πυλώνες της καταστροφής: το πολιτικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση και τη νομοθεσία που οικοδομεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά.
Εξού και τα αλλεπάλληλα μνημόνια, αφού η τακτική της διαχείρισης προσομοιάζει με εκείνη του ναρκομανούς: αποβλέπει στη δόση, όχι στην ανάταξη του ασθενούς, προετοιμάζοντας έτσι τον αργό του θάνατο. Με απόλυτο τρόπο, εννοούν να αμνηστεύσουν το δύσοσμο πολιτικό τους παρελθόν (όλα ανεξαιρέτως τα σκάνδαλα κλπ) και τη φοροδιαφυγή, καθώς και να διατηρήσουν αλώβητα τα σκανδαλώδη τους προνόμια, τη δημόσια διοίκηση και τη νομοθεσία της διαπλοκής. Με αναπόφευκτη συνέπεια, τα βάρη να μετακυλύονται στους καθέξιν φορολογουμένους, καθ’υπέρβαση ακόμη και των προβλέψεων της τρόικας.
Η διαπίστωση της αιτίας της κρίσης υποδεικνύει προφανώς τη λύση. Απαιτείται η εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους και στους τρεις πυλώνες του. Για να γίνει όμως αυτό προϋποτίθεται η υποβολή του πολιτικού προσωπικού στη δικαιοσύνη για τα πολιτικά του πεπραγμένα, και όχι μόνο για τις εκνομίες του. Επιβάλλεται, επίσης, η υποχρεωτική ανασύνδεση των πολιτικών του κράτους με την κοινωνική συλλογικότητα. Έχω υποδείξει αλλού τρόπους για την αναγκαστική συνεκτίμηση της κοινωνικής βούλησης στις δημόσιες πολιτικές, όπως και την αιτιολογία της ιδιαιτερότητας του φαινομένου στην ελληνική περίπτωση. Οι έκτακτες περιστάσεις που διανύει η χώρα, η άμεση απειλή να μεταβληθεί σε “μη χώρα” και, μάλιστα, να “ιμιοποιηθεί“, επιβάλλουν μόνο έκτακτα μέτρα.
Απομένει να διερωτηθούμε πώς, αφού, δυνάμει των μέχρι τώρα πεπραγμένων της πολιτικής τάξης, δεν αναμένεται η μεταβολή αυτή να προέλθει από τους κόλπους της. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι είτε η κοινωνία θα εξαναγκάσει στην κατάρρευση της κομματοκρατίας, είτε η τελευταία θα βρεθεί αντιμέτωπη με εξεγερτικές ή ανεξέλεγκτα ακραίες ή και βίαιες καταστάσεις, είτε οι φορείς της εξωτερικής κατοχής θα αναλάβουν τελικά την επίλυση του γρίφου δι’ίδιον όφελος. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις οι συνέπειες για τη χώρα θα είναι απρόβλεπτες.
Απομένει να διερωτηθούμε, στο πλαίσιο αυτό, εάν θα ήταν εφικτή η ανάδυση μιας κοινωνικής δυναμικής και, κατ’επέκταση, πολιτικής δύναμης, που θα οδηγούσε στην υπέρβαση του κομματοκρατικού και, συνακόλουθα, λεηλατικού καθεστώτος, με διακύβευμα την ολική κατάλυση του δυναστικού κράτους.
Στο πλαίσιο αυτό, ο εναγκαλισμός του συμφέροντος της χώρας, διέρχεται χωρίς άλλο από την αναγκαστική καθαίρεση και, περαιτέρω, την κάθαρση της πολιτείας από τους φορείς της καθεστωτικής κομματοκρατίας: οφείλει πριν απ’όλα να “ματώσει” παραδειγματικά το πολιτικό προσωπικό, με την υποδειγματική τιμωρία -κατ’ελάχιστον- των τριών πρωθυπουργών του ευρώ και να ανακληθεί, στο σύνολό της, η συνταγματική εγγύηση της φαυλοκρατίας. Τώρα και όχι αύριο.
Το ερώτημα, με διαφορετική διατύπωση, είναι εάν απομένει άλλος χρόνος για τη χώρα, πριν από την παγίωση της ολικής της καταστροφής. Διότι, εν προκειμένω, όπως διαμορφώνονται τα πράγματα, η Ελλάδα της μετά την κρίση εποχής, σε βάθος δεκαετιών, θα είναι, δυστυχώς, ένα απλό ομοίωμα της σημερινής Ελλάδας.
Του Γιώργου Κοντογιώργη
Η πρωτοφανής κρίση που διέρχεται η χώρα
είναι πρωτογενώς
πολιτική. Την προκάλεσε εξ ολοκλήρου το πολιτικό σύστημα
και, στο πλαίσιο αυτό, το πολιτικό προσωπικό που αυτό “παράγει”. Ένα προσωπικό
που λειτουργεί, έναντι του κράτους, με τους όρους του υποκόσμου: ιδιοποιείται
απροκάλυπτα το δημόσιο αγαθό που προόρισται να υπηρετήσει. Ασκεί πολιτικές που
εξυπηρετούν εντέλει…τους ιδίους και τους συγκατανευσιφάγους που διαπλέκονται μαζί
τους, με διακύβευμα τη νομή της κοινωνίας.Έχει αποσυνθέσει και (ανα-)δομήσει το
κράτος, από την τελευταία του βαθμίδα, με μέτρο την αρχή των ολιγαρχικών
συμμοριών, τις οποίες ενορχηστρώνει η κομματική νομενκλατούρα. Τέλος,
χρησιμοποιεί τη Βουλή ως νομοθετικό όχημα και ως καθαρτήριο της
ανομίας.
Τα αναχώματα που η πολιτική τάξη έχει ορθώσει,
προκειμένου να παραμένει υπεράνω του νόμου και να κατοχυρώσει το λεηλατικό της
έργο, υπερβαίνουν τη φαντασία, ακόμη και του πιο ευφάνταστου
κακοποιού. Ένα ολόκληρο οπλοστάσιο -το Σύνταγμα, ο Κανονισμός της
Βουλής, και οι νόμοι για την (μη) ευθύνη τους- συμπληρώνει η κατά συρροήν
καταχρηστική εφαρμογή τους, με κορυφαία την επένδυση της Βουλής με
δικαστικές αρμοδιότητες, ώστε να αποκλεισθεί κάθε δικλείδα διαφυγής προς τη
δικαιοσύνη, ακόμη και των ιδιωτικών κακουργιών των μελών της. Στο πλαίσιο αυτό,
η Δυτική κρίση, απλώς εξέθεσε την πολιτική τάξη, δεν παρήγαγε την ελληνική
κρίση.
Στο κλίμα αυτό, η επένδυση στην ασυδοσία και στην ατιμωρησία για τη λεηλασία, τη διαπλοκή, τη διαφθορά, την αποδόμηση της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνικής συλλογικότητας, την πελατειακή εκτροπή των δημοσιών πολιτικών, καλύφθηκαν με το πρόσχημα (την ανάληψη) της “πολιτικής ευθύνης”. Η έννοια του “πολιτικού κόστους”, στο πλαίσιο αυτό, εστιάσθηκε μονοσήμαντα στις αντιδράσεις των διαπλεκομένων συμφερόντων, που λυμαίνονταν, μαζί με το πολιτικό προσωπικό, το κράτος, όχι στις προσδοκίες της κοινωνίας και στο κοινό συμφέρον.
Το κομματικό σύστημα, από διαμεσολαβητής της κοινωνίας και λειτουργός της πολιτείας, μεταλλάχθηκε σε κατοχικό ιδιοκτήτη του πολιτικού συστήματος, μεταβάλλοντας ουσιαστικά τον δημόσιο σε ιδιωτικό χώρο. Κομματοκρατία, δυναστικό έναντι του πολίτη, κράτος, λεηλατική διαχείριση του δημόσιου αγαθού, συγκροτούν το “σώμα” της μεταπολίτευσης, η οποία μπορεί αβιάστως να ορισθεί ως η ολοκληρωτική επιστροφή στο καθεστώς της πλέον απεχθούς φαυλοκρατίας του 19ου αιώνα στην Ελλάδα.
Η καταχρέωση της χώρας, ιδίως από τη δεκαετία του 1980, δεν έγινε με γνώμονα την ανάπτυξη της οικονομίας και τις ανάγκες της κοινωνίας. Οφείλεται στην ακατάσχετη “λαιμαργία”, που ανέπτυξε συντοχρόνω η πολιτική τάξη, στη συνάρμοση των πολιτικών της με τη διαπλοκή και τη διαφθορά, που ανεδείχθη σε θεμέλιο του συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι η άνοδος και η διασφάλιση της πολιτικής σταδιοδρομίας των μελών της, συνεπήγετο την διέλευσή τους από τους “μηχανισμούς” των συγκατανευσιφάγων, δηλαδή από τη διαβεβαίωσή τους ότι θα εργασθούν συνεπώς ως εντολοδόχοι τους.
Η γιγάντωση της φοροδιαφυγής, η πύκνωση των αγκυλώσεων σε βάρος των υγειών δυνάμεων της κοινωνίας, η υποχώρηση των δημοσίων πολιτικών υπέρ της πελατειακής αποδόμησης της κοινωνικής συλλογικότητας, η επιστράτευση της διανόησης για την ενοχοποίηση της κοινωνίας και, προφανώς, η εκλεκτική επιλογή υπέρ μιας παρασιτικής στο κράτος αστικής τάξης, αποτελούν σημεία της στρατηγικής τής καταστροφής.
Ήταν φυσικό, αυτό το πολιτικό σύστημα, εκτός από “νεκρόφιλο”, να παράγει βασικά “ηγέτες σκουπίδια”, χωρίς καμία “φιλοδοξία” υστεροφημίας. Ο κομματικός σωλήνας και οι “παρατάξεις”, αποτέλεσαν το εκκολαπτήριο και, συγχρόνως, το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο δοκιμάζονταν η προσήνειά τους στο σύστημα.
Ώστε, η υπερχρέωση της χώρας δεν έγινε γιατί δεν επαρκούσε ο παραγόμενος πλούτος για τις ανάγκες της κοινωνίας ή λόγω μιας υπέρμετρης αναπτυξιακής προσπάθειας, αλλά για λόγους λεηλασίας. Έχει υπολογισθεί ότι εάν ο παραχθείς, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, πλούτος και ο εισαχθείς από την Ευρωπαϊκή ‘Ένωση, είχαν επενδυθεί παραγωγικά, το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα ήταν εφάμιλλο τουλάχιστον εκείνου της Σκανδιναβίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι απολύτως ψευδές ότι οι Έλληνες ζούσαν υπεράνω των δυνατοτήτων τους, ή ότι το χρέος δεν ήταν διαχειρίσιμο.
Όμως, παρόλ’αυτά, εάν κατά την περίοδο του 2008-2009, λαμβανόταν στοιχειώδη μέτρα ανάταξης της οικονομίας, ανασυγκρότησης του κράτους και περιστολής της λεηλατικής διαχείρισης του δημοσίου χώρου, η προσφυγή στην τρόικα, δηλαδή η καθυπόταξη της χώρας στη διεθνή των αγορών και των στρατηγικών σχεδιασμών της Γερμανίας, δεν θα χρειαζόταν. Από τη μία, η πολιτική του “άστο για αργότερα” και από την άλλη, η λογική του “πολιτικού κόστους” (να μην θιγούν οι φίλιες ομάδες συμφερόντων) και, για όλους, η εμμονή στο “παλαιό καθεστώς”, σε συνδυασμό με την καθολική στοχοποίηση του πολιτικού προσωπικού ως υπευθύνου από την κοινωνία, οδήγησαν τη χώρα αύτανδρη στην αγκαλιά της τρόικας.
Με τον τρόπο αυτόν, μετακύλυαν το ελληνικό πρόβλημα στην Ευρώπη, από όπου ανέμεναν, όπως δήλωναν, τη διάσωση της χώρας. Νόμιζαν ότι έτσι θα διέφευγαν από τη δική τους ευθύνη και θα αντλούσαν συμπληρωματική νομιμοποίηση, δηλαδή ασφάλεια, ώστε να αντισταθμίσουν την εχθρότητα του μείζονος αντιπάλου, που ήταν εφεξής η κοινωνία των πολιτών.
Με διαφορετική διατύπωση, υπέβαλαν τη χώρα σε μια απεχθή εξωτερική κατοχή, για να διατηρήσουν οι ίδιοι τη δική τους επί της ελληνικής κοινωνίας. Προφανώς, δεν γνώριζαν τι συνέβη με τους Έλληνες ολιγαρχικούς, οι οποίοι συμμάχησαν με τους Ρωμαίους για την καθυπόταξη της Ελλάδας, ευελπιστώντας ότι έτσι θα μοιράζονταν μαζί τους την ηγεμονία επί των ελληνικών κοινωνιών. Δεν άργησε, όμως, να έρθει η σειρά τους, καταβάλλοντας εντέλει δυσανάλογο τίμημα.
Η διαχείριση της κρίσης, στο πλαίσιο του Μνημονίου, αναδεικνύει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την πολιτική διάσταση της κρίσης. Δεν προσχώρησαν απλώς στην πολιτική επιλογή των αγορών -και στο εσωτερικό της Ε.Ε., της Γερμανίας-, δηλαδή στην “κινεζοποίηση” της ελληνικής κοινωνίας, στην αποδόμηση του οικονομικού ιστού και του κοινωνικού χάρτη της χώρας, καθώς και στην απαξίωση του ιδιωτικού και του δημόσιου πλούτου. Προχώρησαν ακόμη περισσότερο, εφαρμόζοντας επιλεκτικά τις πρόνοιες του Μνημονίου εις βάρος της κοινωνίας της εργασίας και του παραγωγικού ιστού της χώρας. Απέφυγαν όμως πεισματικά να αγγίξουν τους πυλώνες της καταστροφής: το πολιτικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση και τη νομοθεσία που οικοδομεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά.
Εξού και τα αλλεπάλληλα μνημόνια, αφού η τακτική της διαχείρισης προσομοιάζει με εκείνη του ναρκομανούς: αποβλέπει στη δόση, όχι στην ανάταξη του ασθενούς, προετοιμάζοντας έτσι τον αργό του θάνατο. Με απόλυτο τρόπο, εννοούν να αμνηστεύσουν το δύσοσμο πολιτικό τους παρελθόν (όλα ανεξαιρέτως τα σκάνδαλα κλπ) και τη φοροδιαφυγή, καθώς και να διατηρήσουν αλώβητα τα σκανδαλώδη τους προνόμια, τη δημόσια διοίκηση και τη νομοθεσία της διαπλοκής. Με αναπόφευκτη συνέπεια, τα βάρη να μετακυλύονται στους καθέξιν φορολογουμένους, καθ’υπέρβαση ακόμη και των προβλέψεων της τρόικας.
Η διαπίστωση της αιτίας της κρίσης υποδεικνύει προφανώς τη λύση. Απαιτείται η εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους και στους τρεις πυλώνες του. Για να γίνει όμως αυτό προϋποτίθεται η υποβολή του πολιτικού προσωπικού στη δικαιοσύνη για τα πολιτικά του πεπραγμένα, και όχι μόνο για τις εκνομίες του. Επιβάλλεται, επίσης, η υποχρεωτική ανασύνδεση των πολιτικών του κράτους με την κοινωνική συλλογικότητα. Έχω υποδείξει αλλού τρόπους για την αναγκαστική συνεκτίμηση της κοινωνικής βούλησης στις δημόσιες πολιτικές, όπως και την αιτιολογία της ιδιαιτερότητας του φαινομένου στην ελληνική περίπτωση. Οι έκτακτες περιστάσεις που διανύει η χώρα, η άμεση απειλή να μεταβληθεί σε “μη χώρα” και, μάλιστα, να “ιμιοποιηθεί“, επιβάλλουν μόνο έκτακτα μέτρα.
Απομένει να διερωτηθούμε πώς, αφού, δυνάμει των μέχρι τώρα πεπραγμένων της πολιτικής τάξης, δεν αναμένεται η μεταβολή αυτή να προέλθει από τους κόλπους της. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι είτε η κοινωνία θα εξαναγκάσει στην κατάρρευση της κομματοκρατίας, είτε η τελευταία θα βρεθεί αντιμέτωπη με εξεγερτικές ή ανεξέλεγκτα ακραίες ή και βίαιες καταστάσεις, είτε οι φορείς της εξωτερικής κατοχής θα αναλάβουν τελικά την επίλυση του γρίφου δι’ίδιον όφελος. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις οι συνέπειες για τη χώρα θα είναι απρόβλεπτες.
Απομένει να διερωτηθούμε, στο πλαίσιο αυτό, εάν θα ήταν εφικτή η ανάδυση μιας κοινωνικής δυναμικής και, κατ’επέκταση, πολιτικής δύναμης, που θα οδηγούσε στην υπέρβαση του κομματοκρατικού και, συνακόλουθα, λεηλατικού καθεστώτος, με διακύβευμα την ολική κατάλυση του δυναστικού κράτους.
Στο πλαίσιο αυτό, ο εναγκαλισμός του συμφέροντος της χώρας, διέρχεται χωρίς άλλο από την αναγκαστική καθαίρεση και, περαιτέρω, την κάθαρση της πολιτείας από τους φορείς της καθεστωτικής κομματοκρατίας: οφείλει πριν απ’όλα να “ματώσει” παραδειγματικά το πολιτικό προσωπικό, με την υποδειγματική τιμωρία -κατ’ελάχιστον- των τριών πρωθυπουργών του ευρώ και να ανακληθεί, στο σύνολό της, η συνταγματική εγγύηση της φαυλοκρατίας. Τώρα και όχι αύριο.
Το ερώτημα, με διαφορετική διατύπωση, είναι εάν απομένει άλλος χρόνος για τη χώρα, πριν από την παγίωση της ολικής της καταστροφής. Διότι, εν προκειμένω, όπως διαμορφώνονται τα πράγματα, η Ελλάδα της μετά την κρίση εποχής, σε βάθος δεκαετιών, θα είναι, δυστυχώς, ένα απλό ομοίωμα της σημερινής Ελλάδας.
Αναδημοσίευση
από το Crash, τεύχος 20/Φεβρουάριος 2013, σελ. 86-87
Από: lomak
Από: lomak
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου