Στρατηγός Μακρυγιάννης: Ήθελε να πει την αλήθεια γυμνή και ας μην άρεσε.....written by Newsroom

Ο Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματα στις 26 Φεβρουαρίου του 1829 στο Άργος όπου είχε οριστεί “Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου”. Η συγγραφή συνεχίστηκε στο Ναύπλιο και κατόπιν στην Αθήνα. Το έργο του έφτασε χρονολογικά έως το 1850. Ωστόσο, γύρω στο 1840, οι Αρχές υποψιάστηκαν ότι κατέγραφε γεγονότα τα οποία δεν ήθελαν να δοθούν στη δημοσιότητα. Η εξέλιξη αυτή τον υποχρέωσε να σταματήσει το γράψιμο και να κρύψει τα χειρόγραφά του σε ασφαλές μέρος. Τα Απομνημονεύματα του κρυμμένα μέσα σε ένα τενεκέ … Το χειρόγραφο των Απομνημονευμάτων βρήκε ο Γιάννης Βλαχογιάννης το 1901, μέσα σε έναν τενεκέ, στο υπόγειο του σπιτιού του Κίτσου Μακρυγιάννη, γιου του Γιάννη Μακρυγιάννη. Αν και τα Απομνημονεύματα δημοσιεύτηκαν το 1907, έγιναν γνωστά και αναδείχθηκαν μέσα από τη γενιά του ’30 και ιδιαίτερα τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Το χειρόγραφο αποτελείται από 460 σελίδες· δεν έχουν τόνους και σημεία στίξης, γι’ αυτό και ο Γιάννης Βλαχογιάννης κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μπορέσει να αποδώσει με συνέπεια το περιεχόμενό τους. Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στη βιβλιογραφία του είδους, καθώς δεν αποτελούν απλώς παράθεση πολιτικών και ιστορικών γεγονότων. Πρόκειται για κατάθεση ψυχής. Ο συγγραφέας τους και αφηγητής έζησε ως πρωταγωνιστής σε μια εποχή που ο κόσμος γύρω του διαμορφωνόταν μέσα από αιματηρούς αγώνες, έντονους ανταγωνισμούς και σκληρά πάθη. Μέσα από την αφήγηση του Μακρυγιάννη, αποκαλύπτεται ο απέραντος πόθος του για ελευθερία και ανεξαρτησία. Η ανιδιοτελής παρουσία του, σε όλες τις φάσεις του Αγώνα, αποτελεί τρανή απόδειξη για το ότι ο λόγος του στηρίζεται στην αγνότητα της ψυχής του. Ο ίδιος αν και αγράμματος, αποφάσισε να γράψει τα Απομνημονεύματά του, γιατί πίστευε ότι όσα είδε, έζησε και έπραξε, όφειλε να τα μεταφέρει στους νεότερους με πάσα αλήθεια. Η τιμιότητά του αποτελεί τεκμήριο αξιοπιστίας για όσα έγραψε. Αναφέρθηκε στην πατρίδα και τη θρησκεία, τα οποία θεωρούσε που το παν για τον άνθρωπο, καθώς και στον πατριωτισμό των λαών, στοιχείο που αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία εθνικής συνείδησης. Επικαλέστηκε την αξία της αλληλεγγύης και της συλλογικής δράσης, στηλίτευσε όσους αγωνιστές πλούτισαν σε βάρος του Αγώνα και του καλού της πατρίδας. Απέρριψε ευθύνες σε όσους απέκτησαν αξιώματα για να πλουτίσουν … Ο Μακρυγιάννης, με γλώσσα σκληρή, κατήγγειλε τη στάση πολλών αγωνιστών οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την Επανάσταση, και αργότερα το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, για να αποκτήσουν αξιώματα και να πλουτίσουν. Όλοι τους απαίτησαν εκατομμύρια ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους στην πατρίδα, και δεν αρκέστηκαν μόνο σε αυτά αλλά θέλησαν όλο και περισσότερα. Ο Μακρυγιάννης τους απέρριψε ευθύνες για όσα δεινά ταλαιπώρησαν την πατρίδα, για τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς των ηγετών του Αγώνα και για τις φατρίες που αλληλοεξοντώνονταν. Θεώρησε τις πράξεις τους υπεύθυνες για τις ταλαιπωρίες, τα βάσανα και την πείνα που μαστίζει τον απλό λαό, που είναι πάντα ο χαμένος στο παιχνίδι της εξουσίας και του εμφύλιου σπαραγμού. Τον απλό, αδύναμο και συχνά ανίδεο λαό, που πληρώνει ακριβά τα σφάλματα των ηγετών του Ο ίδιος αναφέρει στο Προλογικό: Εἶμαι διορισμένος ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τοῦ Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικὸς Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος καὶ Σπάρτης. Ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς Ἄργος. Κάθομαι καὶ ἀγροικιῶμαι μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ παντοῦ εἰς τὶς ἐπαρχίες μ᾿ ἀρχὲς κι᾿ ἀξιωματικοὺς καὶ ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω καὶ γύρα σὲ ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ διὰ τὴν γενικὴ ἡσυχία καὶ ξακολουθῶ τὰ χρέη μου καθήμενος τὸν περισσότερον καιρὸν ἐδῶ. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τρέχω εἰς τοὺς καφφενέδες καὶ σὲ ἄλλα τοιούτα καὶ δὲν τὰ συνηθῶ—(ἤξερα ὀλίγον γράψιμον, ὅτι δὲν εἶχα πάγη εἰς δάσκαλο ἀπὸ τὰ αἴτια ὁποῦ θὰ ξηγηθῶ, μὴν ἔχοντας τοὺς τρόπους) περικαλοῦσα τὸν ἕναν φίλον καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ᾿ ἔμαθαν κάτι περισσότερον ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὁποῦ κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δυὸ μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὁποῦ βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου, ὅσα ἔπραξα εἰς τὴν μικρή μου ἡλικία καὶ ὅσα εἰς τὴν κοινωνία, ὅταν ἦρθα σὲ ἡλικία, καὶ ὅσα διὰ τὴν πατρίδα μου, ὁποῦ μπῆκα εἰς τῆς Ἐταιρίας τὸ μυστήριον διὰ τὸν ἀγώνα τῆς λευτεριᾶς μας καὶ ὅσα εἶδα καὶ ξέρω ὁποῦ ῾γιναν εἰς τὸν Ἀγώνα, καὶ σὲ ὅσα κατὰ δύναμη συμμέθεξα κ᾿ ἐγὼ κ᾿ ἔκαμα τὸ χρέος μου, ἐκεῖνο ὁποῦ μποροῦσα. Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφοὺς κοινωνίας καὶ νὰ τοὺς βάλω σὲ βάρος, νὰ τοὺς κινῶ τὴν περιέργειά τους καὶ νὰ χάνουν τὶς πολυτίμητες στιμὲς εἰς αὐτά. Ἀφοῦ ὅμως ἔλαβα καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος αὐτείνη τὴν ἀδυναμίαν, σᾶς ζητῶ συγνώμη εἰς τὸ βάρος ὁποῦ θὰ σᾶς δώσω. Ἂν εἶμαι τίμιος ἄνθρωπος, θέλω γράψη τὴν ἀλήθεια, καθὼς ἔγιναν τὰ γραφόμενα, ὁποῦ θὰ σημειώσω. Ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες ἔχετε χρέος πρῶτα νὰ ῾ρευνήσετε διὰ τὴν διαγωγή μου, πῶς φέρθηκα εἰς τὴν κοινωνία καὶ Ἀγώνα, καὶ ἂν τιμίως φέρθηκα, βάλετε βάση καὶ εἰς τὰ γραφόμενά μου, ἂν ἀτίμως φέρθηκα, μὴν πιστεύετε τίποτας. Καὶ ἀφοῦ μάθετε ὅτι φέρθηκα τιμίως καὶ ἰδῆτε σημειωμένα ἔγγραφα καὶ ἀπόδειξες, ἀρχὴ καὶ τέλος, ἀπὸ διαφόρους, ἀπὸ κυβέρνησες καὶ ἀπὸ ἀρχὲς καὶ ἀπὸ ἄλλους πολλούς, ὅθεν χρημάτισα ἐγὼ 18 μὲ τοὺς ἀδελφούς μου συναγωνιστάς, ὁποῦ μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἔχω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, ὅλο καλύτερούς μου εἰς τὸν ἀγώνα καὶ εἰς ὑπηρεσίες, ὅθεν διατάχτηκα. Μὲ δεκοχτῶ ἀνθρώπους πρωτοκινήθηκα εἰς τὸν ἀγώνα, ὡς τοὺς χίλιους τετρακόσιους μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νά ῾χω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου. Ποτὲ δὲν μολύθηκαν τ᾿ ἀρχεῖα τῆς πατρίδος μου, οὔτε εἰς τὴν κυβέρνησιν, οὔτε εἰς ἐπαρχίες, οὔτε εἰς ἄτομα, ὁποῦ ἀγωνιστήκαμεν εἰς τὴν Ρούμελη, Πελοπόννησον καὶ νησιὰ καὶ Σπάρτη, δὲν εἶναι πουθενὰ κατηγορία παραμικρὴ διὰ ἐμᾶς. Εὐκαριστήρια θὰ ἰδῆτε ἀπ᾿ οὖλα τὰ μέρη πλῆθος ἐδῶ μέσα σημειωμένα, καὶ παντοῦ εἰς τὸ κράτος καὶ εἰς τ᾿ ἀρχεῖα τῆς κυβέρνησης φαίνονται αὐτά. Καὶ μ᾿ ὅσους ἀνθρώπους μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ διοίκησα, διάφορες ἀκαταστασίες καὶ ἁρπαγὲς ηὗραν τὴν πατρίδα, ἀρχὴ καὶ τέλος, δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ πανάγαθον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐμᾶς δὲν μᾶς ἄφησε νὰ μολυθοῦμεν. Καὶ αὐτὲς τὶς χάριτες πρέπει νὰ τὶς χρωστάγη ἡ πατρὶς εἰς τοὺς ἀξιότιμους καὶ ἀγαθοὺς καὶ γενναίους πατριῶτες τοὺς συναγωνιστᾶς μου, ὁποῦ ῾χα εἰς τὴν ὁδηγίαν μου εἰς τὸν ἀγώνα, ὁποῦ συνεισφέραμεν καὶ ἐμεῖς κατὰ δύναμιν εἰς τὶς ἀνάγκες πατρίδος. Εἶναι ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ πατριωτισμός, ὁποῦ ἔδειξαν, αὐτείνων τῶν καλῶν πατριώτων, ὄχι ἐμένα. Ὅτι ἐγὼ δὲν εἶχα αὐτείνη τὴν ἀρετή, οὔτε τὴν ἔχω ἀκόμα, καθὼς εἰς τοὺς πολέμους, καὶ τώρα εἰς τὴν ῾πηρεσίαν εἶναι αὐτεῖνοι οἱ καλύτεροί μου. Εἶναι καὶ τώρα εἰς τὴν ῾πηρεσία, εἰς τὴν ὁδηγία μου, οἱ γενναῖγοι καὶ ἀγαθοὶ ἀξιωματικοὶ Μισολογγιοὺ μὲ τὸν ἀγαθὸν καὶ γενναῖον ἀρχηγὸν τοὺς Μῆτρο Ντεληγιώργη, φρούραρχο εἰς τὸν ἀγώνα τοῦ Μισολογγιοῦ. Εἶναι πολλοὶ γενναῖγοι καὶ ἀξιότιμοι νησιῶτες καὶ Πελοποννήσιοι, ἀγαθοὶ ἀγωνισταί, εἶναι Ρουμελιῶτες. Εἶναι οἱ ἀγαθοὶ καὶ φιλόπατροι νοικοκυραῖοι καὶ ἀξιωματικοὶ Ἀθηνῶν, ὁποῦ ἀγωνιζόμαστε εἰς τὸ κάστρο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀλλοῦ εἰς τοὺς ἀγῶνες πατρίδος. Καὶ ἡ ἀρετὴ αὐτείνων ὅλων τῶν καλῶν πατριώτων—ἡ ἀγαθότη πρῶτα του Θεοῦ—μας γλύτωσε ἀπ᾿ ὅσα βλάβουν τὴν πατρίδα. Ἡ ἀφεντειά σας, ἀγαθοὶ ἀναγνῶστες, σᾶς περικαλῶ, ἂν καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὴν ἀλήθεια, ῾ρευνήσετε ὅλα αὐτὰ ὁποῦ θὰ ἰδῆτε, ἂν εἶναι ἀλήθεια ἢ ψέματα. Ἕνα σας περικαλῶ, ὅλους τους ἀξιότιμους ἀναγνῶστες, δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ φέρετε καμμίαν κρίση οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά, ἂν δὲν τὸ διαβάσετε 19 ὅλο—καὶ τότε εἶστε νοικοκυραῖοι νὰ κάμετε ὅ,τι κρίση θέλετε ἢ ὑπέρ, εἴτε κατά.
Ὅταν τὸ διαβάσετε ὅλο, ἀρχὴ καὶ τέλος, τότε νὰ κάμετε τὴν κρίση γιὰ ὅσους φέραν δυστυχήματα εἰς τὴν πατρίδα καὶ ἐμφύλιους πολέμους διὰ τὰ ἀτομικὰ τοὺς νιτερέσια καὶ τὴν ῾διοτέλειά τους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔπαθε καὶ παθαίνει ὡς σήμερον ἡ δυστυχισμένη πατρίδα καὶ οἱ τίμιοι ἀγωνισταί. Θὰ σημειώσω γυμνὴ τὴν ἀλήθεια καὶ χωρὶς πάθος. Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ ὅσοι κάμαμεν τὸ κακό μας κακοφαίνεται, ὅτι καὶ τὸ κακὸ τὸ θέλομε καὶ τὸ νιτερέσιον νὰ τὸ κάνωμε καὶ καλοὺς πατριῶτες θέλομε νὰ μᾶς λένε. Καὶ αὐτὸ δὲν γίνεται, οὔτε θὰ τὸ κρύψω ἐγὼ καὶ νὰ μείνη κρυμμένο, ὅτι ἡ πατρὶς ζημιώθη, διατιμήθη καὶ ὅλο ῾σ αὐτὸ κατανταίνει, ὅτι μας ηὖρε ὅλους θερία. Καὶ τὰ αἴτια τοῦ κακοῦ θὰ τὰ εἰποῦνε κ᾿ ἱστορίες καὶ ῾φημερίδες καθημερινῶς τὰ λένε. Καὶ δὲν σημαίνουν τὰ δικά μου, καὶ πρέπει νὰ τὰ γράφουνε προκομμένοι κι᾿ ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι, καὶ νὰ τὰ γλέπουν οἱ νεώτεροι, καὶ οἱ μεταγενέστεροι νά ῾χουν περισσότερη ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν. Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν καὶ πρέπει νὰ θυσιάζη καὶ πατριωτισμὸν καὶ νὰ ζῆ αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς του ὡς τίμιοι ἄνθρωποι εἰς τὴν κοινωνία. Καὶ τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα, τὸ ἀναντίον λέγονται παλιόψαθες τῶν ἐθνῶν καὶ βάρος γῆς. Καὶ διὰ τοῦτο ὡς πατρίδα γενικὴ τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ ἔργο τῶν ἀγώνων τοῦ μικρότερου καὶ ἀδύνατου πολίτη, ἔχει κι᾿ αὐτὸς τὰ συμφέροντά του εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα, εἰς αὐτείνη τὴν θρησκεία. Δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ βαρύνεται καὶ νὰ ἀμελῆ αὐτά, καὶ ὁ προκομμένος πρέπει νὰ φωνάζη ὡς προκομμένον ἀλήθεια, τὸ ἴδιον καὶ ὁ ἁπλός. Ὅτι κρικέλλα δὲν ἔχει ἡ γῆς νὰ τὴν πάρη κανεὶς εἰς τὴν πλάτη του, οὔτε ὁ δυνατός, οὔτε ὁ ἀδύνατος, καὶ ὅταν εἶναι ὁ καθεὶς ἀδύνατος εἰς ἕνα πράμα καὶ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ πάρη τὸ βάρος καὶ παίρνει καὶ τοὺς ἄλλους καὶ βοηθοῦν, τότε νὰ μὴν φαντάζεται νὰ λέγη ὁ αἴτιος ἐγώ, νὰ λέγη ἐμεῖς. Ὅτι βάναμε ὅλοι τὶς πλάτες, ὄχι ἕνας. Οἱ ἄρχοντές μας, οἱ ἀρχηγοί μας ἔγιναν καὶ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ φερτικοί, ὅμως τίποτας δὲν τοὺς ἀναπεύει. Ἤμασταν φτωχοί, ἐγίναμεν πλούσιοι. Ἦταν ὁ Κιαμίλμπεγης ἐδῶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ οἱ ἄλλοι οἱ Τοῦρκοι πλουσιώτατοι, ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ 20 οἱ ἄλλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι πλούσιοι ἀπὸ γές, ἀργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες καὶ ἄλλα πλούτη τῶν Τούρκων. Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ζάκυθο, δὲν εἶχαν οὔτε πιθαμὴ γῆς, τώρα φαίνεται τί ἔχουν. Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τὴν Ρούμελη, Γκούρας καὶ Μαμούρης, Κριτζώτης, Γριβαῖγοι, Στάικος καὶ οἱ ἄλλοι, Τζαβελαῖγοι καὶ ἄλλοι πολλοί. Καὶ τί ζητοῦνε ἀπὸ τὸ ἔθνος; Μιλλιούνια ἀκόμα διὰ τὶς μεγάλες δούλεψες. Καὶ σὲ αὐτὰ ποτὲς δὲν ἀναπεύονται, ὅλο νόμους καὶ φατρίες διὰ τὸ καλὸ τῆς πατρίδος, ὅλο αὐτὸ πασκίζουν. Ὅσα ἔπαθε ἡ πατρὶς διὰ τοὺς «νόμους» καὶ τὸ καλὸ αὐτεινῶν καὶ ὅσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δὲν τάπαθε ἡ πατρὶς εἰς τὸν ἀγώνα τῶν Τούρκων. Κατοικίσαμεν τοὺς κατοίκους μέσα τὰ σπήλαια καὶ ζοῦνε μὲ τὰ θερία καὶ ρημώσαμε τοὺς τόπους καὶ ἐγίναμε ἡ παραλυσία τοῦ κόσμου. Ὅλα αὐτά μου δώσαν ἀφορμὴ νὰ μάθω γράμματα εἰς τὰ γεράματα, νὰ τὰ σημειώσω ὅλα. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἤμουν καὶ ἐγώ. Ἃς γράψη ἄλλος διὰ ῾μένα ὅ,τι γνωρίζη. Ἐγὼ τὴν ἀλήθεια θὰ τὴν εἰπῶ γυμνή. Ὅτι ἔχω τὸ μερίδιό μου, ῾σ αὐτείνη τὴν πατρίδα θὰ ζήσω ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου. Ὅτ᾿ ἤμουν νέος καὶ στραβογέρασα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δεινά της πατρίδας, πέντε πληγὲς πῆρα εἰς τὸ σῶμα μου εἰς διάφορους ἀγῶνες πατρίδος καὶ ἀποκαταστάθηκα μισὸς ἄνθρωπος καὶ τὸν περισσότερον καιρὸ εἶμαι εἰς τὰ ροῦχα ἀστενὴς ἀπὸ αὐτά. Δοξάζω τὸν Θεὸν ὁποῦ δὲν μοῦ σήκωσε τὴν ζωή μου καὶ εὐκαριστῶ καὶ τὴν πατρίδα μου ὁποῦ μὲ τίμησε βαθμολογώντας κατὰ τὴν τάξη, κατὰ τὶς περίστασες, ὡς τὸν βαθμὸν τοῦ στρατηγοῦ καὶ ζῶ ὡς ἄνθρωπος μ᾿ ἐκεῖνο ὁποῦ εὐλόγησε ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ μὲ τύπτῃ ἡ συνείδησή μου, χωρὶς νὰ γυμνώσω κανέναν οὔτε μίαν πιθαμὴ γῆς.
ΠΗΓΗ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δεν είναι αριστερά αυτό που μας κυβερνά...

Νόσος των Λεγεωνάριων: Προσοχή στα συμπτώματα της ασθένειας από τα air condition!

To μπαρμπούτι (Κανόνες)