Γνωρίστε τους Καλάς του Ινδικού Καυκάσου, εκεί που πίνουν ακόμη το κρασί του Διονύσου, θυσιάζουν στον Απόλλωνα, επικαλούνται τον «πατέρα Δία» και λατρεύουν την Εστία στον βωμό του κάθε σπιτιού…
Πότε, επί τέλους, θα συνειδητοποιήσουν αυτοί όλοι, που συνθέτουν την πνευματική ηγεσία του Ελληνισμού (Ακαδημία, Πανεπιστήμια) το χρέος να διατηρήσουν την ανάμνηση αυτή του μείζονος Ελληνισμού που σβήνει; - του Άδ. Κύρου
Πότε, επί τέλους, θα συνειδητοποιήσουν
αυτοί όλοι, που συνθέτουν
την πνευματική ηγεσία του Ελληνισμού
(Ακαδημία, Πανεπιστήμια)
το χρέος να διατηρήσουν
την ανάμνηση αυτή
του μείζονος Ελληνισμού που σβήνει;
Του Άδωνη Κύρου
Μέσα στην ηρεμία του τοπίου των καταπράσινων κοιλάδων, που θαρρείς γίνηκαν από το πάτημα κάποιου θεού μέσα στις απόκρημνες πλαγιές του Ινδικού Καυκάσου (Hindu Kush), εκεί ψηλά στα βορειοδυτικά σύνορα του ισλαμικού Πακιστάν με το ανήσυχο Αφγανιστάν, ξεπροβάλλουν τα χωριουδάκια μιας φυλής, τελευταίο κατάλοιπο ενός μύθου που ανάγεται στα βάθη των αιώνων - οι Καλάς. Επιφυλακτικές οι βασανισμένες μορφές των μελών της, όταν αντικρύζουν τον ξένο επισκέπτη που θα αποτολμήσει την περιπέτεια του ταξιδιού μέχρι το λησμονημένο αυτό σημείο του πλανήτη μας, φωτίζονται αμέσως από ένα αυθόρμητο πλατύ χαμόγελο, όταν ακούσουν ότι ο επισκέπτης τους είναι Έλληνας. “Γιουνάν”, αναφωνούν οι άνδρες, φέρνοντας το χέρι στο στήθος τους, στη θέση της καρδιάς, ενώ οι γυναίκες, γελώντας πια, φωνάζουν τα παιδιά τους για να δουν τον... μακρινό συγγενή!
Ένας μικρόκοσμος ξεχασμένος μέσα στα περίκλειστα χιονισμένα βουνά στις υπώρειες των Ιμαλαΐων, που διαφύλαξε μέχρι τις ημέρες μας τους θρύλους προαιωνίων απόηχων και θέλει να πιστεύει σ’ αυτούς, σαν τελευταίο έρεισμα πάνω στο οποίο γαντζώνεται η ύπαρξή του. “Το έθνος σας και το έθνος μου ήταν τα παλιά χρόνια αδέλφια”, μου είπε μια κοπέλα, από τις λίγες σπουδασμένες έξω από τα στενά όρια της μικρής επικράτειας του Καφιριστάν, όπως οι Ισλαμιστές ονομάζουν, με περιφρόνηση, τη χώρα των απίστων, των Καφίρ. Και οι απλοί αυτοί άνθρωποι το πιστεύουν ολόψυχα και δεν αφήνουν ευκαιρία που να μη το δείξουν στον Έλληνα φιλοξενούμενο τους.
Ποιοί όμως είναι αυτοί οι σχεδόν λησμονημένοι από τη μοίρα και τους ανθρώπους Καλάς, στις ορεινές κοιλάδες του Ινδικού Καυκάσου, όπου ακόμη τραγουδιούνται τα κατορθώματα των Γιουνάν (Ελλήνων) του ημίθεου Σικάντερ (Αλεξάνδρου) και διαφυλάσσονται μέσα στην ψυχή των βοσκών και ξυλοκόπων τα νάματα μυστηριακών καταβολών; Όταν, στα τέλη του περασμένου αιώνα, ο Άγγλος συνταγματάρχης George Robertson επέστρεψε από το Καφιριστάν, φέρνοντας μαζί με το αποικιακό εκστρατευτικό του σώμα και το άγγελμα της ανακαλύψεως μιας άγνωστης μέχρι τότε φυλής, τα μέλη της οποίας διατείνονταν πως ήταν απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα νέα κυκλοφόρησαν ταχύτατα και προκάλεσαν αίσθηση στους διαπνεόμενους από τον ρομαντικό νεοκλασσικισμό πνευματικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της Ευρώπης. Και το ενδιαφέρον για τη “χαμένη φυλή” του Καφιριστάν βρήκε τη μετουσίωσή του στο μυθιστόρημα του συγγραφέα Ρουδγιαρντ Κίπλινγκ «Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει βασιλιάς».
Γρήγορα όμως, όπως συμβαίνει συχνά στον κόσμο μας, το ενδιαφέρον χάθηκε μέσα στη δίνη των γεγονότων της αρχής του αιώνα μας και οι Καλάς καλύφθηκαν από τη λήθη. Εκείνη την περίοδο υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους ξεπερνούσε τις 100.000 και τα χωριά τους ήταν απλωμένα μέσα στο σημερινό Αφγανιστάν και μέχρι το Τσιτράλ, στο Πακιστάν. Όπως αφηγείται ο συνταγματάρχης Robertson στο βιβλίο του «The Kafirs of the Hindu Kush», οι Καλάς ήταν διηρημένοι σε δυο φατρίες: στους “Κόκκινους” Καλάς που ήταν οι άρχουσα τάξη των πολεμιστών και εμπόρων, και στους “Μαύρους” Καλάς, που ήταν οι βοσκοί και χειρώνακτες. Τον χρωματικό χαρακτηρισμό έδιναν τα ρούχα ανδρών και γυναικών, αφού οι “Κόκκινοι” Καλάς φορούσαν τα παραδοσιακά ενδύματά τους σε βαθειά κόκκινη απόχρωση, ενώ οι “Μαύροι” σε μαύρη...
Σήμερα “Κόκκινοι” Καλάς δεν υπάρχουν πλέον. Στον Αγγλο-Αφγανικό πόλεμο του 1907 έσπευσαν να συμπαραταχθούν με τους Άγγλους, εναντίον των μουσουλμάνων εχθρών τους και όταν οι Άγγλοι υπέστησαν επώδυνες ήττες και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή, χιλιάδες Καλάς σφάχθηκαν από τους Αφγανούς πολεμιστές, ενώ 60.000 περίπου απ’ αυτούς εξισλαμίστηκαν δια της βίας στην περιοχή που από τότε ονομάστηκε Νουριστάν (Χώρα του φωτός, επειδή εξισλαμίστηκε). Εκεί κατοικούν μέχρι σήμερα, διατηρώντας μόνο την ανάμνηση της χαμένης εθνότητας τους.
Από τη συμφορά εκείνη διασωθήκαν μερικές χιλιάδες “Μαύροι” Καλάς, αποτραβηγμένοι στις οροσειρές του Ινδικού Καυκάσου, στη δυσπρόσιτη Πακιστανο-Αφγανική μεθόριο, όπου και ζουν χωρίς αύριο, αποδεκατιζόμενοι από τις ασθένειες, τις άθλιες συνθήκες διαβιώσεως και τον ραγδαίο εξισλαμισμό κυρίως των ανδρών, που για να μεταβούν στις πόλεις προς ανεύρεση εργασίας οφείλουν να απαρνηθούν την ειδωλολατρική θρησκεία τους και να ασπασθούν τον Ισλαμισμό. Έτσι, η τελευταία φλόγα που σιγοκαίει ακόμα στη χώρα των Καλάς διατηρείται από τις γυναίκες, τις υπερήφανες αυτές ακρίτισσες μιας παραδόσεως που χάνεται, χωρίς, δυστυχώς, να λαμβάνονται μέτρα για την ύστατη διατήρηση της.
Σήμερα, στα τέσσερα μεγαλύτερα χωριά των Καλάς (Μπουμπουρέτ, Κρακάλ, Ρουμπούρ, και Μπιρίρ), καθώς και σε μερικούς διάσπαρτους οικισμούς, είναι ζήτημα αν έχουν απομείνει 3.000 ψυχές. Οι ίδιοι, με τα παγανιστικά έθιμά τους, που τα τηρούν με θρησκευτική ευλάβεια και συγκινητική αφοσίωση, διακηρύσσουν την, όπως πιστεύουν, ελληνική καταγωγή τους. Βρετανοί επιστήμονες, που εργάστηκαν εκεί και μελέτησαν την ιδιόμορφη αυτή εθνολογική πληθυσμιακή νησίδα, πιστεύουν πως είναι τα τελευταία απομεινάρια των Κασπιανών φυλών, που στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. έφθασαν μέχρι την Βαλκανική Χερσόνησο, ενώ εκείνοι που έμειναν στις κοιτίδες τους απετέλεσαν, πολύ αργότερα, τον ελληνίζοντα πληθυσμό της Βακτρίας, που υποδέχθηκε τον Μακεδόνα κοσμοκράτορα Αλέξανδρο ως ομαίμονα ηγεμόνα και στήριξε επί τρεις αιώνες τις ανατολικές επαρχίες του ελληνικού βασιλείου των Σελευκιδών. Η Ρωμαϊκή κοσμοκρατορία, η εισβολή των Κινεζικών φυλών (Κουσάν), οι επιδρομές των Ούνων και των Μογγόλων, τέλος η Ισλαμική κατάκτηση, εξανδραπόδισαν τους ανθρώπους, αλλά δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν και την ψυχή τους. Εκείνο, όμως, που δεν πέτυχαν η πολεμική βία και το πέλμα του κατακτητή, το φέρνει σε πέρας ο πανδαμάτωρ χρόνος...
Πότε, επί τέλους, θα συνειδητοποιήσουν αυτοί όλοι, που συνθέτουν την πνευματική ηγεσία του Ελληνισμού – Ακαδημία, Πανεπιστήμια, Σύλλογοι και Οργανισμοί - το χρέος που ήδη ενστερνίστηκαν η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος και η Οργάνωση Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως, ώστε να διατηρήσουν την ανάμνηση αυτή του μείζονος Ελληνισμού που σβήνει;
Μέσα από τα έθιμα, τον τρόπο ζωής, τους ίδιους τους ανθρώπους της φυλής των Καλάς, θαρρείς και αναδύεται μία απόκοσμη φωνή, που διηγείται τα περασμένα, ίσως ξεχασμένα για τους άλλους, πάντοτε όμως ζωντανά στη συνείδηση των ταπεινών αυτών ανθρώπων. Είναι μια ανεκτίμητη πηγή για την ιστορική λαογραφία, ένα σαγηνευτικό ταξίδι στο παρελθόν, που καλεί τον καθένα από εμάς στις κοιλάδες του Ινδικού Καυκάσου, εκεί που πίνουν ακόμη το κρασί του Διονύσου, θυσιάζουν στον ερχομό του Απόλλωνα, επικαλούνται τον “πατέρα Δία” και λατρεύουν την Εστία στο βωμό του κάθε σπιτιού.
Γνωρίστε τους Καλάς μέσα από τις φωτογραφίες αυτού του λευκώματος και η νοερή περιπλάνησή σας ίσως σας οδηγήσει να γνωρίσετε και σεις τη χώρα αυτή του μύθου...
ΠΗΓΗ: Άδωνις Κύρου, πρόλογος στο βιβλίο του Στ. Ματσάγγου "Καλάς, οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου".
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου