O Oλυμπιακός Ύμνος και οι "περιπέτειές" του
Το 1893 οι ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών στο
χώρο των Δελφών αποκάλυψε δύο ύμνους προς τιμήν του Απόλλωνα σε έναν
από τους εξωτερικούς τοίχους του Θησαυρού των Αθηναίων. Περίπου ένα
χρόνο αργότερα, στο πλαίσιο των εργασιών του ιδρυτικού συνεδρίου της
ΔΟΕ, παρουσιάστηκε μια μουσική σύνθεση στηριγμένη στους αρχαίους
στίχους, που είχε τον τίτλο "Ύμνος στον Απόλλωνα". Τραγουδήθηκε από την
Jaenne Remacle και από χορωδία και έφερε την υπογραφή του Γάλλου
συνθέτη Gabriel Faure.
Η πρωτότυπη αυτή σύνθεση ήταν η απαρχή μιας σειράς Oλυμπιακών Ύμνων που παρουσιάστηκαν στην υπερεκατονταετή ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Μάλιστα, η αναζήτηση ενός μόνιμου επίσημου Ολυμπιακού Ύμνου από τη ΔΟΕ οδήγησε στην προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ωστόσο, ο ύμνος που τελικά υιοθετήθηκε δεν ήταν αυτός που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό, αλλά εκείνος που είχε δημιουργηθεί για τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες που έγιναν στην Αθήνα το 1896.
Η οργανωτική επιτροπή των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων ανέθεσε σε δύο από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες, τους Επτανήσιους Σπύρο Σαμάρα και Διονύση Λαυράγκα, τη δημιουργία των μουσικών συνθέσεων που θα πλαισίωναν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πραγματικά, ο Λαυράγκας συνέθεσε τον μουσικό ύμνο "Πένταθλο", που παρουσιάστηκε κατά τη διεξαγωγή του ομώνυμου αγωνίσματος. Στο Σαμάρα ανατέθηκε η δημιουργία Ολυμπιακού Ύμνου, ο οποίος θα παρουσιαζόταν στην έναρξη των Αγώνων. Η συγγραφή των στίχων του ύμνου ανατέθηκε στον Κωστή Παλαμά, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές. Σύμφωνα με περιγραφές της εποχής, η παρουσίαση του Ολυμπιακού Ύμνου δημιούργησε πολύ θετικές εντυπώσεις και ζητήθηκε η επανάληψη της εκτέλεσής του.
Στις επόμενες τρεις διοργανώσεις, στο Παρίσι (1900), στο Σεν Λούις (1904) και στο Λονδίνο (1908), οι οργανωτές δεν έδειξαν παρόμοιο ενδιαφέρον σχετικά με τη δημιουργία ενός ειδικού ύμνου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πρόκειται άλλωστε για μια εποχή που οι τελετές και τα σύμβολα των Αγώνων βρίσκονται στις απαρχές των διεργασιών διαμόρφωσής τους, μια διαδικασία που εντάθηκε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Το 1912, ωστόσο, στην παρέλαση των αθλητών κατά την τελετή έναρξης των πέμπτων Ολυμπιακών Αγώνων στη Στοκχόλμη ακούστηκε η μουσική σύνθεση του Ιταλού Ricardo Barthelemy "Olympic Games Triumphal March". Ο Barthelemy ήταν ο πρώτος νικητής στην κατηγορία της μουσικής στο Πένταθλο των Μουσών, στους καλλιτεχνικούς αγώνες που από τη διοργάνωση αυτή (1912), και για τέσσερις περίπου δεκαετίες, θα πλαισίωναν το αθλητικό πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Στις επόμενες διοργανώσεις το μουσικό θέμα στην έναρξη ή τη λήξη των Αγώνων ήταν διαφορετικό και οι συνθέσεις που παρουσιάζονταν δεν ήταν πάντοτε πρωτότυπες δημιουργίες, ειδικά προορισμένες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Χαρακτηριστική περίπτωση εξαίρεσης αποτελεί η δημιουργία Ολυμπιακού Ύμνου από τον Αμερικανό Bradley Keeler για τους Αγώνες του 1932 στο Λος ΄Aντζελες, όπως και η σύνθεση "Ολυμπιακός Ύμνος" του περίφημου Richard Strauss, που παρουσιάστηκε στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Φιλανδού Jean Sibelious, ο οποίος αρνήθηκε να γράψει τον ύμνο για την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1952 στο Ελσίνκι. Παρά την άρνησή του, οι συμπατριώτες του επέλεξαν για τις τελετές λήξης ένα παλαιότερο δικό του έργο, το "Song for the Athenians", που ήταν συνυφασμένο με την προσπάθεια της Φιλανδίας για ανεξαρτησία, ενώ, ταυτόχρονα, συνδεόταν και με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς το θέμα του ήταν εμπνευσμένο από την αρχαία ελληνική ιστορία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι τελετές και τα σύμβολα των Αγώνων είχαν αποκτήσει πλέον την οριστική τους μορφή. Παρ' όλα αυτά δεν υπήρχε ακόμη κάποιος επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος, ένας ύμνος δηλαδή που θα ήταν ο ίδιος για κάθε διοργάνωση και θα πλαισίωνε μόνιμα τις τελετές έναρξης και λήξης των Αγώνων, ιδίως εκείνες που αφορούσαν την ολυμπιακή σημαία. Έτσι, η ΔΟΕ ανακοίνωσε το Μάιο του 1954 την προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάδειξη του επίσημου ολυμπιακού ύμνου. Οι κανόνες συμμετοχής ήταν σχετικά απλοί και πρόβλεπαν ότι κάθε υποψήφιο έργο θα έπρεπε να είναι πρωτότυπο, διάρκειας 3-4 λεπτών, συμφωνικό και να στηρίζεται σε ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αρχαιότητας. Η καταληκτική ημερομηνία συμμετοχής στο διαγωνισμό ήταν τα τέλη Δεκεμβρίου 1954 και έως τότε δήλωσαν ότι ήθελαν να λάβουν μέρος με κάποιο έργο τους 387 συνθέτες από 39 διαφορετικές χώρες.
Η διαδικασία επιλογής έγινε στη διάρκεια της συνόδου της ΔΟΕ που πραγματοποιήθηκε στο Μόντε Κάρλο τον Απρίλιο του 1955. Στην κριτική επιτροπή συμμετείχαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους μουσικούς συνθέτες και ερμηνευτές της εποχής, όπως ο Pablo Casals και ο Ν. Nobokof. Τελικός νικητής αναδείχτηκε ο Πολωνός συνθέτης Michal Spisak, η σύνθεση του οποίου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως επίσημος ολυμπιακός ύμνος μερικούς μήνες αργότερα, στους Μεσογειακούς Αγώνες που έγιναν στη Βαρκελώνη. Την επόμενη χρονιά ο ολυμπιακός ύμνος παρουσιάστηκε αρχικά στους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, που διεξήχθησαν στην Cortina, και στη συνέχεια στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, που για πρώτη φορά έγιναν σε δύο διαφορετικές πόλεις: στη Μελβούρνη το Νοέμβριο και στη Στοκχόλμη τον Ιούνιο (μόνο τα ιππικά αγωνίσματα).
Αν και ο Ολυμπιακός Ύμνος του Spisak βρήκε θετική ανταπόκριση από τους θεατές και όσους συμμετείχαν στους Αγώνες, η ΔΟΕ αναίρεσε στη σύνοδο του 1958 (Τόκιο) τη δική της επιλογή και υιοθέτησε ως επίσημο ύμνο εκείνον που γράφτηκε για τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έτσι ο ύμνος των Σαμάρα-Παλαμά παρουσιάστηκε ως ο μόνιμος και επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος των Αγώνων του 1960 στη Ρώμη και συνοδεύει έκτοτε όλες τις ολυμπιακές διοργανώσεις.
(Πηγή: http://www.fhw.gr. Παραπομπή: Μουσική και μουσικοί στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896)
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
Και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουνε μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός, κάθε λαός
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός
Ο Ολυμπιακός Ύμνος γράφτηκε το 1889 σε ποίηση του Κωστή Παλαμά και μελοποιήθηκε λίγο αργότερα από τον Σπύρο Σαμάρα, σε μια μουσική σύνθεση που συντέθηκε για τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896. Μέχρι τότε, σε κάθε Ολυμπιάδα, η εκάστοτε διοργανώτρια χώρα αναθέτε τη σύνθεση ενός ξεχωριστού ύμνου. Το 1958 όμως, ο συγκεκριμένος ύμνος, επελέγη από την ΔΟΕ, ως ο επίσημος ύμνος του Ολυμπιακού Κινήματος και από την Ολυμπιάδα της Ρώμης το 1960 ανακρούεται στις τελετές έναρξης και λήξης κάθε Ολυμπιάδας, συνήθως μεταγλωττισμένος στη γλώσσα της διοργανώτριας χώρας, ενώ η αρχική παρτιτούρα βρίσκεται στην έδρα της Δ.Ο.Ε. στη Λωζάνη.
Η πρωτότυπη αυτή σύνθεση ήταν η απαρχή μιας σειράς Oλυμπιακών Ύμνων που παρουσιάστηκαν στην υπερεκατονταετή ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Μάλιστα, η αναζήτηση ενός μόνιμου επίσημου Ολυμπιακού Ύμνου από τη ΔΟΕ οδήγησε στην προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ωστόσο, ο ύμνος που τελικά υιοθετήθηκε δεν ήταν αυτός που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό, αλλά εκείνος που είχε δημιουργηθεί για τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες που έγιναν στην Αθήνα το 1896.
Η οργανωτική επιτροπή των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων ανέθεσε σε δύο από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες, τους Επτανήσιους Σπύρο Σαμάρα και Διονύση Λαυράγκα, τη δημιουργία των μουσικών συνθέσεων που θα πλαισίωναν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πραγματικά, ο Λαυράγκας συνέθεσε τον μουσικό ύμνο "Πένταθλο", που παρουσιάστηκε κατά τη διεξαγωγή του ομώνυμου αγωνίσματος. Στο Σαμάρα ανατέθηκε η δημιουργία Ολυμπιακού Ύμνου, ο οποίος θα παρουσιαζόταν στην έναρξη των Αγώνων. Η συγγραφή των στίχων του ύμνου ανατέθηκε στον Κωστή Παλαμά, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές. Σύμφωνα με περιγραφές της εποχής, η παρουσίαση του Ολυμπιακού Ύμνου δημιούργησε πολύ θετικές εντυπώσεις και ζητήθηκε η επανάληψη της εκτέλεσής του.
Στις επόμενες τρεις διοργανώσεις, στο Παρίσι (1900), στο Σεν Λούις (1904) και στο Λονδίνο (1908), οι οργανωτές δεν έδειξαν παρόμοιο ενδιαφέρον σχετικά με τη δημιουργία ενός ειδικού ύμνου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πρόκειται άλλωστε για μια εποχή που οι τελετές και τα σύμβολα των Αγώνων βρίσκονται στις απαρχές των διεργασιών διαμόρφωσής τους, μια διαδικασία που εντάθηκε στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Το 1912, ωστόσο, στην παρέλαση των αθλητών κατά την τελετή έναρξης των πέμπτων Ολυμπιακών Αγώνων στη Στοκχόλμη ακούστηκε η μουσική σύνθεση του Ιταλού Ricardo Barthelemy "Olympic Games Triumphal March". Ο Barthelemy ήταν ο πρώτος νικητής στην κατηγορία της μουσικής στο Πένταθλο των Μουσών, στους καλλιτεχνικούς αγώνες που από τη διοργάνωση αυτή (1912), και για τέσσερις περίπου δεκαετίες, θα πλαισίωναν το αθλητικό πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Στις επόμενες διοργανώσεις το μουσικό θέμα στην έναρξη ή τη λήξη των Αγώνων ήταν διαφορετικό και οι συνθέσεις που παρουσιάζονταν δεν ήταν πάντοτε πρωτότυπες δημιουργίες, ειδικά προορισμένες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Χαρακτηριστική περίπτωση εξαίρεσης αποτελεί η δημιουργία Ολυμπιακού Ύμνου από τον Αμερικανό Bradley Keeler για τους Αγώνες του 1932 στο Λος ΄Aντζελες, όπως και η σύνθεση "Ολυμπιακός Ύμνος" του περίφημου Richard Strauss, που παρουσιάστηκε στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Φιλανδού Jean Sibelious, ο οποίος αρνήθηκε να γράψει τον ύμνο για την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1952 στο Ελσίνκι. Παρά την άρνησή του, οι συμπατριώτες του επέλεξαν για τις τελετές λήξης ένα παλαιότερο δικό του έργο, το "Song for the Athenians", που ήταν συνυφασμένο με την προσπάθεια της Φιλανδίας για ανεξαρτησία, ενώ, ταυτόχρονα, συνδεόταν και με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς το θέμα του ήταν εμπνευσμένο από την αρχαία ελληνική ιστορία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι τελετές και τα σύμβολα των Αγώνων είχαν αποκτήσει πλέον την οριστική τους μορφή. Παρ' όλα αυτά δεν υπήρχε ακόμη κάποιος επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος, ένας ύμνος δηλαδή που θα ήταν ο ίδιος για κάθε διοργάνωση και θα πλαισίωνε μόνιμα τις τελετές έναρξης και λήξης των Αγώνων, ιδίως εκείνες που αφορούσαν την ολυμπιακή σημαία. Έτσι, η ΔΟΕ ανακοίνωσε το Μάιο του 1954 την προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάδειξη του επίσημου ολυμπιακού ύμνου. Οι κανόνες συμμετοχής ήταν σχετικά απλοί και πρόβλεπαν ότι κάθε υποψήφιο έργο θα έπρεπε να είναι πρωτότυπο, διάρκειας 3-4 λεπτών, συμφωνικό και να στηρίζεται σε ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αρχαιότητας. Η καταληκτική ημερομηνία συμμετοχής στο διαγωνισμό ήταν τα τέλη Δεκεμβρίου 1954 και έως τότε δήλωσαν ότι ήθελαν να λάβουν μέρος με κάποιο έργο τους 387 συνθέτες από 39 διαφορετικές χώρες.
Η διαδικασία επιλογής έγινε στη διάρκεια της συνόδου της ΔΟΕ που πραγματοποιήθηκε στο Μόντε Κάρλο τον Απρίλιο του 1955. Στην κριτική επιτροπή συμμετείχαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους μουσικούς συνθέτες και ερμηνευτές της εποχής, όπως ο Pablo Casals και ο Ν. Nobokof. Τελικός νικητής αναδείχτηκε ο Πολωνός συνθέτης Michal Spisak, η σύνθεση του οποίου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως επίσημος ολυμπιακός ύμνος μερικούς μήνες αργότερα, στους Μεσογειακούς Αγώνες που έγιναν στη Βαρκελώνη. Την επόμενη χρονιά ο ολυμπιακός ύμνος παρουσιάστηκε αρχικά στους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, που διεξήχθησαν στην Cortina, και στη συνέχεια στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, που για πρώτη φορά έγιναν σε δύο διαφορετικές πόλεις: στη Μελβούρνη το Νοέμβριο και στη Στοκχόλμη τον Ιούνιο (μόνο τα ιππικά αγωνίσματα).
Αν και ο Ολυμπιακός Ύμνος του Spisak βρήκε θετική ανταπόκριση από τους θεατές και όσους συμμετείχαν στους Αγώνες, η ΔΟΕ αναίρεσε στη σύνοδο του 1958 (Τόκιο) τη δική της επιλογή και υιοθέτησε ως επίσημο ύμνο εκείνον που γράφτηκε για τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες. Έτσι ο ύμνος των Σαμάρα-Παλαμά παρουσιάστηκε ως ο μόνιμος και επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος των Αγώνων του 1960 στη Ρώμη και συνοδεύει έκτοτε όλες τις ολυμπιακές διοργανώσεις.
(Πηγή: http://www.fhw.gr. Παραπομπή: Μουσική και μουσικοί στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896)
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή
Και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί
Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουνε μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός, κάθε λαός
Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός
Ο Ολυμπιακός Ύμνος γράφτηκε το 1889 σε ποίηση του Κωστή Παλαμά και μελοποιήθηκε λίγο αργότερα από τον Σπύρο Σαμάρα, σε μια μουσική σύνθεση που συντέθηκε για τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896. Μέχρι τότε, σε κάθε Ολυμπιάδα, η εκάστοτε διοργανώτρια χώρα αναθέτε τη σύνθεση ενός ξεχωριστού ύμνου. Το 1958 όμως, ο συγκεκριμένος ύμνος, επελέγη από την ΔΟΕ, ως ο επίσημος ύμνος του Ολυμπιακού Κινήματος και από την Ολυμπιάδα της Ρώμης το 1960 ανακρούεται στις τελετές έναρξης και λήξης κάθε Ολυμπιάδας, συνήθως μεταγλωττισμένος στη γλώσσα της διοργανώτριας χώρας, ενώ η αρχική παρτιτούρα βρίσκεται στην έδρα της Δ.Ο.Ε. στη Λωζάνη.
http://enwmeniellada.blogspot.gr/2012/07
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου