Άρθρο του Δημήτρη Λιαντίνη για τον μεγάλο παιδαγωγό Αλέξανδρο Δελμούζο
Αλέξανδρος Δελμούζος, Ο εθνικός παιδαγωγός (1880 – 1956)
1. Οδοιπορικό
Ο Αλέξανδρος Δελμούζος γεννήθηκε στα Σάλωνα στα 1880. Πόλη γνωστή στο
πανελλήνιο από την Πενταγιώτισσα, τη μικρή δασκαλοπούλα. Ανάμεσα στα
παλικάρια που σφάχτηκαν στην ποδιά της αυτός πρώτος ζήτησε να την
κατακτήσει.
Ο δάσκαλος Δελμούζος.
Εκεί κάπου κοντά είναι και το χωριό Αβορίτης, η γενέτειρα του
Μακρυγιάννη. Και μερικούς δόλιχους ανατολικότερα βρίσκονται οι Δελφοί.
Το βραχώδες ιερό, όπου δικάστηκαν και αθωώθηκαν οι Έλληνες Οιδίποδας και
Ορέστης. Το αναφέρω, γιατί ίσως να σημαίνει κάτι από την άποψη της
διαλεκτικής συνάρτησης η ιδιοσυγκρασία του τόπου και η σύσταση των
ψυχών. Ο Δελμούζος ήταν του δήμαρχου ο γιος. Παιδί ενός εύπορου εμπόρου
και κτηματία με υποστατικά και κατάσταση. Η υλική ευπραγία της
οικογένειας θα τον συνδράμει στο πνευματικό του ξετύλιγμα και αναφορικά
με τις σπουδές και τους τόπους στην Αθήνα και τη Γερμανία και αναφορικά
με το στοχασμό και τη δράση σε ολόκληρη τη ζωή του.
Οι αγροί του πατέρα
και η επαφή με το γεωργικό βίο θα συνεισφέρουν τα πολλά που σχετίζονται
με τον προσδιορισμό εξευγένισης που θα οργανώσει το μυαλό και ολόκληρη
την ύπαρξή του. Αυτά θα εδραιώσουν μέσα του τους χαρακτήρες του ένυλου
και του εμπράγματου, του συγκεκριμένου και του πρακτικού. Αλλά παράλληλα
θα τυπώσουν στο χάρτη της πνευματικής του γεωγραφίας τον τύπο του
ψυχικά και ηθικά ρωμαλέου ανθρώπου. Έτσι, που να επισημάνει νωρίς και να
μετρήσει με ακρίβεια τη νοσηρότητα του εκπαιδευτικού συστήματος στην
Ελλάδα. Για να ορθώσει βλέμμα και να της αντισταθεί. Τη στοιχειώδη αγωγή
και τις εγκύκλιες σπουδές από τα έξι ως τα δεκαοκτώ ο Δελμούζος θα τη
λάβει στην Άμφισσα.
Εκεί θα βιώσει ταυτόχρονα και σύδετα και το εστί
δασκαλισμός και ραγιαδιλίκι. Θα βιώσει, δηλαδή, το ότι η σκλαβιά στην
ψυχή του Έλληνα συνεχίζεται ασφαλής και αμεριμνομέριμνη από την εποχή
της γιανιτσαριάς και του σουλτανάτου. Ότι εξακολουθεί να ζει και να
βασιλεύει στη φτωχή Ελλάδα, όπως εκείνη η κακή Γοργόνα που πετρώνει ό,τι
κοιτάει. Ότι έμεινε ανέγγιχτη από το λυτρωμό του γένους και τις
οχτακόσιες χιλιάδες ψυχές που χύσανε το αίμα τους ποταμηδόν στον ιερό
αγώνα, όπως κατέθεσε ο Τερτσέτης στην πρώτη δίκη τ’ Αναπλιού. Στα 1834.
Η
γλωσσική ακαταληψία, ο σχολαστικισμός, η καθαρεύουσα, ο διδακτικός
αυταρχισμός, η φίμωση της φωνής, το πεδούκλωμα του ζωικού αναβρύσματος
και η ποδοκάκη στην αγνή κίνηση της ψυχούλας του παιδιού που ζητεί
ακράτητη να ορμήσει στη δροσιά και το φως, κρατούν καλά τη δυναστεία
τους στο σχολείο της Άμφισσας και στα άλλα σχολεία της χώρας.
Από το
1898 ως τα 1902, από την επαύριον αλλιώς της εντροπής και της λύπης του
1897, ο Δελμούζος θα σπουδάσει φιλολογία στην Αθήνησι. Στο Πανεπιστήμιο
της Αθήνας, σε εποχή που γράφουν τη μαύρη ιστορία τους τα Ευαγγελικά, τα
Ορεστειακά και οι μιστριωτικοί, ο τραυματίας κιόλας έφηβος του Σαλώνου
θα γνωρίσει την παραχάραξη και την αγκύλωση της εθνικής αγωγής από το
φυσικό ρείθρο του ανθρώπου στην τεχνική κατασκευή του ανδρείκελου. Μετά
τη θητεία του στο στρατό στα 1902 – 3, θα ξενιτευτεί στη Γερμανία.
Ο
αναγκαίος λόγος που τον στέλνει στην Εσπερία είναι να μάθει, εάν και
εκεί παιδεία σημαίνει να ξεριζώνεις το παιδί από το φυσικό έδαφος, από
τη μητρική γλώσσα και την πραγματικότητα του καθημέρα και να βουρλίζεσαι
να το μεταφυτέψεις σε γη ξένη και έρημη, όπου οι άνεμοι, οι θίνες, οι
καύσωνες, οι έχιδνες διψάδες και η Fata Morgana χορεύουν το χορό των
δαιμόνων μαζί με την ανάγκη να επιβιώσει κανείς σε τούτη τη Σαχάρα.
Στη
Γερμανία θα μείνει τέσσερους χρόνους, από τα 1903 ως τα 1907. Θα
παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας και παιδαγωγικής στη Λειψία όπου θα
ακούσει τον Βουντ, στο Βερολίνο, στην Ιένα όπου θα ακούσει το μαθητή του
Ερβάρτου Ράιν, στη Βαϊμάρη, στο Μόναχο. Οι μεταπτυχιακές σπουδές του
Δελμούζου στη Γερμανία δεν ήταν συστηματικές. Γυρίζοντας δεν εκόμισε
τίτλους, ούτε υποστήριξε εκεί τη διδακτορική του διατριβή. Επιστρέφοντας
από τη Γερμανία με το πλούσιο ξενοτικό φορτίο της γνώσης και της
πείρας, θα τον καλέσουν, με πρόταση του Νικολάου Πολίτη και θα πάει στο
Δήμο Παγασών. Εκεί για διόμισι χρόνους έγραψε την ιστορία του
Παρθεναγωγείου του Βόλου. Στα 1910 θα γίνει ιδρυτικό μέλος του
Εκπαιδευτικού Ομίλου, ένας από τους τριάντα έξι. Από τα 1911 ως τα 1914
θα παίξει στη σκηνή του τραγικού θεάτρου το προσωπικό του δράμα που
λέγεται Δίκη του Αναπλιού.
Παράλληλα θα νυμφευτεί τη Φροσύνη Μαλικοπούλου, μια γυναίκα ευγενική
και καλοπλασμένη. Αυτή με εγρήγορση και αξιοσύνη θα παραστεί σε όλες τις
καταιγίδες που τον καρτέρεσαν. Θα του γεννήσει τα τρία παιδιά τους. Από
τα 1911 ως τα 1917 εργάσθηκε για τον Εκπαιδευτικό Όμιλο και συνέχεια ως
τα 1927 που διασπάσθηκε. Από τα 1917 ως τα 1920 θα δουλέψει με τον
Δημήτρη Γληνό για το θεσμό των Ανώτερων Εποπτών της Δημοτικής
Εκπαίδευσης. Στα 1924 – 26 θα εργαστεί οργανωτής και διευθυντής του
Μαρασλείου Διδασκαλείου.
Εδώ οι πρωτοπόρες επίνοιες και εμπνεύσεις του
θα συναντήσουν την ίδια καταδίωξη που γνώρισαν στο Παρθεναγωγείο του
Βόλου. Στα χρόνια 1928 – 36 θα εκλεγεί καθηγητής της Παιδαγωγικής στο
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, όπου θα οργανώσει το Πειραματικό Σχολείο του
απάνου στις ζωντανές και εύρωστες αρχές του. Αυτή είναι η τρίτη φάση της
παιδαγωγικής του πράξης. Είναι η τρίτη μάχη της εκστρατείας του για την
εθνική αγωγή. Είναι η τρίτη ήττα του δαφνοφόρου στρατιώτη στην ιερή
υπόθεση για την ελληνική παιδεία και το ελληνικό μέλλον. Και παράλληλα
είναι ο τρίτος κύκλος της περιήγησης στο Πουργατόριο του Δάντη. Στητός
και ολόρθος θα συγκρουστεί με τον υπουργό Παιδείας του Μεταξά, κάποιον
ασήμαντο πια «νευροσπαστούμενον σιγιλλάριον», που βούλιαξε στη λησμοσύνη
των έργων του.
Θα καταγγείλει έμπρακτα τη φασιστική παλινωδία της
εθνικής παιδείας στους παλαιούς δρόμους της αντίδρασης, της μυωπίας, της
αλαζονείας, της ιδιοτέλειας και του σκότους. Και θα παραιτηθεί από το
Πανεπιστήμιο ασυμβίβαστος και λυπημένος.
Είναι η ίδια χρονιά που οι
επίσημοι Εξαρχόπουλοι και οι άλλες «μύγες του απόπατου», όπως θα τους
χαρακτηρίσει ο Σεφέρης, θα στείλουν τον λαμπρό Συκουτρή να αυτοκτονήσει
στον Ακροκόρινθο. Και λίγο αργότερα οι ίδιοι πνευματικοί μαχαιροφόποι θα
κινήσουν τη Δίκη των τόνων εναντίον του Ιωάννη Κακριδή. Ω! φτωχή
Ελλάδα. Τα υπόλοιπα είκοσι χρόνια που μετρήθηκαν στον Δελμούζο θα τα
ζήσει στην Αθήνα αυτοεξόριστος. Έξω από την παιδαγωγική δράση, που
εστάθηκε της ύπαρξής του το φυσικό και αίθριο κλίμα. Έξω από τη
δυνατότητα να προστρέξει με τις δυνάμεις του στην αγωνιώδη κλήση που του
απηύθυνε συνεχώς το ζωντανό κύτταρο του έθνους. Έζησε στον τόπο του
νοσταλγώντας τον τόπο του. Έζησε στον τόπο του την πικρή, την υπερήφανη
και την αδιαμαρτύρητη εξορία του. Ωσάν το μεγάλο Θουκυδίδη στη Σκαπτή
Ύλη. Ο Δελμούζος τελείωσε τη ζωή του στις 10 Δεκέμβρη του 1956 στην
Αθήνα, ανεπαίσχυντα και γαλήνια. Άγνωστος, ιδιώτης, απράγμων και
παραμελημένος από τους άλλους. Όπως ακριβώς είχε ευχηθεί να ζήσει ο
Ιθακήσιος Οδυσσέας, αν η αγαθή τύχη γινόταν τρόπος να του ξαναδώσει μία
δεύτερη δυνατότητα ζωής.
2. Ο Αργοναύτης
Στην Ευρώπη το πιο θαυμαστό πείραμα στη φυσική το ‘καμε ο
Σραίντιγκερ. Όταν απόδειξε στο εργαστήριο απίστευτο πράγμα: ότι τη
στιγμή που είμαστε ζωντανοί ταυτόχρονα είμαστε και νεκροί. Στην Ελλάδα
το πιο θαυμαστό πείραμα στην παιδαγωγική το ‘καμε ο Δελμούζος. Όταν
απόδειξε στο Παρθεναγωγείο του Βόλου, στα χρόνια 1908 ως 1911, ότι η
παιδεία μας ήταν μία λαγκάδα από σκοτάδι, που όφεις και φίδια και όλες
τις δεισιδαιμονίες και τις ψευτιές που καρπίζουν στα δένδρα της
ακαρπίας.
Το στοιχείο αυτό, που το αντίκρυσε με απίστευτη καθαρότητα,
υπήρξε η κατανόησή του ότι η παιδεία στην Ελλάδα ήτανε ψεύτικη από την
κορφή ως τα νύχια της για δύο λόγους. Πρώτα, γιατί γινότανε σε μια
γλώσσα ξένη στη γλώσσα του λαού. Και δεύτερο γιατί χτιζότανε σε έδαφος
ανεδαφικό. Ζητούσε, δηλαδή, να θεμελιωθεί σε μια πραγματικότητα, που η
σχέση της με την πραγματικότητα του τόπου και του καιρού του ήταν σχέση
ετερότητας και εναντίωσης. Το πρώτο κακό ονομαζόταν καθαρεύουσα,
αρχαΐζουσα, αττικισμός, κοντισμός, μιστριωτισμός και όλα τα άλλα γνωστά
και κατάδικα. Το δεύτερο κακό ήταν η φαντασίωση των λογιότατων και των
πλείστων πολιτικών ότι ο νεοέλληνας ξαναγίνεται δίκαιος Αριστείδης
Πολύκλειτος και μάντις Μεγιστίας.
Ο Δελμούζος στο σχολείο που δοκίμασε
να ιδρύσει μαζί με το γιατρό Σαράτση και τους άλλους στο Δήμο Παγασών,
ανέτρεψε την παιδαγωγική πράξη στην Ελλάδα. Εκράτησε το αναλυτικό
πρόγραμμα αλλά κατάργησε τα βιβλία. Εκράτησε την ποιοτική επίδοση, αλλά
κατάργησε τις εξετάσεις και την προαγωγή ή τη στασιμότητα στις τάξεις.
Εκράτησε την ανακοινωτική ορμή και τη σώζουσα πειθαρχία, αλλά κατάργησε
το μονόλογο του δάσκαλου και την αγία ράβδο.
Κατάργησε την παθητικότητα,
τη σιωπή, το φόβο, την ανία, την αβουλία, τη συμβατικότητα, τη
μηρυκαστική μίμηση, την υποκρισία του μαθητή.
Τη λόρδωση, την κύφωση και
τη σκολίωση στον τρόπο συλλογισμού του παιδιού.
Και στη θέση του κενού
έφερε στοιχεία γόνιμα και δημιουργικά.
Έφερε την αυτοκίνητη και την
αυτογέννητη γνώση.
Έφερε τη δράση και την αυτενέργεια.
Έκαμε το νεαρό
τρόφιμο έναν μικρόν εργάτη, μια προπαίδεια επιστήμονα, έναν προσωπικό
ερευνητή, έναν αρχαϊκό ζητητή της αλήθειας και της γνώσης.
Της γνώσης
που δεν χαρίζεται αλλά κερδίζεται.
Και της αλήθειας που δεν παραδίνεται
αλλά κατακτιέται.
Σε τρία λιθάρια γωνιακά ζήτησε να χτίσει την
προσωπικότητα του παιδιού: στην αυθυπαρξία, στην ευθύνη, στην υπεροχή.
Έφερε στην αγωγή τη συνεργασία και την κοινωνικότητα, έξω από τις
προκαταλήψεις του εγωισμού και του αλτρουισμού που έλεγε ο Αριστοτέλης.
Όχι τύπους και γράμματα και λόγια που πετούν και σκορπίζονται.
Αλλά τη
συνεργασία που είναι ανακάλυψη πράξης, σφυρηλατημός χαρακτήρων κι
εκείνος ο αστραφτερός πόλεμος μέσα στην άμιλλα, που γεννά από τον απλό
πολίτη το μικρό νομοθέτη
. Και που οδηγεί στους γνήσιους δεσμούς τους
συναγωγούς φιλίας. Αντί για τα βιβλία, για τη νωχέλεια του θρανίου και
την παραλυτική απομνημόνεψη, άνοιξε στα μάτια του μαθητή το μεγάλο
βιβλίο της φύσης. Ανακίνησε και σπιρούνισε τις εγγενείς δεξιότητες του
νέου τροφίμου. Εξύπνησε την παρατήρηση, δυνάμωσε την κρίση, οργάνωσε
πειθαρχημένα τις συγκρίσεις, την εναλλαγή των προοπτικών και την
προσαρμογή στην πραγματικότητα και την πράξη. Έσπρωξε τα σώματα και τις
αισθήσεις στη χαρά της κίνησης, στο φως του ήλιου, στα μυριστά φορτία
των ανέμων και στην ποικιλία των λουλουδιών και των χρωμάτων. Και οι
τακτικές εκδρομές στην εξοχή, στο κατάδεντρο Πήλιο με τους Κένταυρους
τους Λαπίθες και τα ζωγραφήματα του Θεόφιλου, που τους έδωσε το κύρος
και το νόημα διδακτικών ενοτήτων και διδακτικών ωρών, μεταμόρφωσαν την
παιδεία σε παιδιά και την παιδιά σε παιδεία που έλεγε ο Πλάτων. Το
παίδεμα της μάθησης, δηλαδή, σε παιχνίδι δημιουργίας. Το σχολείο του
Βόλου έγινε ένα τέμενος άθλησης και η μάθηση εξόρυξη λίθων ευγενικών από
το ζάπλουτο ορυχείο της ανθρώπινης ύπαρξης.
3. Δίκες ασεβείας
Ο Σωκράτης δικάστηκε σε θάνατο και ήπιε το κώνειο. Κατήγοροί του
εστάθηκαν ο Άνυτος, ο Μέλητος και ο Λύκων. Και η κατηγορία έγραφε: είναι
άθεος και διαφθορέας των νέων. Ο Αριστοτέλης προτού δικαστεί σε θάνατο,
πρόφτασε να δραπετέψει. Φυγοδικώ, είπε, για να απαλλάξω τους Αθηναίους
από ένα δεύτερο έγκλημα κατά της φιλοσοφίας. Ένα έγκλημα δηλαδή, ενάντια
στην αγνή ζήτηση της αλήθειας και στη γνήσια παιδεία. Πέθανε ύστερα από
λίγο καιρό στα εξήντα του χρόνια με παραστάτιδες την εγκατάλειψη και τη
μελαγχολία. Ο Δελμούζος δικάστηκε στο Ανάπλι τον Απρίλη του 1914,
εξαιτίας που δίδαξε στο Παρθεναγωγείο του Βόλου την αλήθεια, την εμορφιά
και την Ελλάδα. Κύριοι κατήγοροί του εστάθηκαν δύο πνευματικά
χολερόβλητοι άνθρωποι. Ένας δημοσιογράφος που τον έλεγαν Κούρτοβικ.
Όνομα εβραίικο, που μου φέρνει στο νου το Λαζάρ Καγκάνοβιτς, τον έναν
από τους τρεις που τους έμεινε πιστός ως το θάνατό του ο Ιωσήφ Στάλιν. Ο
άλλος ήταν ο Επίσκοπος Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης. Ένας καλόγερος
αγράμματος, εμπαθής, ευρωτιών και αρκουδοφόρος, που οι δεσμοί του με
την παιδεία, την αρετή και την Ελλάδα θυμίζουν την αγάπη του Κιουταχή
και του Ιμπραήμ για τους Μεσολογγίτες. Η κατηγορία κατά του Δελμούζου
έγραφε: είναι άθεος, ανθέλληνας και διαφθορέας των νέων. Στη δίκη του
Αναπλιού ο Δελμούζος με τη σθεναρή υπεράσπιση πολλών φωτισμένων Ελλήνων
αθωώθηκε. Ωστόσο, αν ο χειμασμός του δεν εξελιχθηκε σε τραγωδία, σε κάθε
περίπτωση έλαβε τους χαρακτήρες και τον τύπο του δράματος. Ήταν ένα
συγκλονιστικό βίωμα κινδύνου, πικρίας και οδύνης που τον συνόδεψε σε όλη
του τη ζωή. Από δω σαν παράπονο, από κει σαν σεμνή περηφάνια.
——-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
Δελμούζου Α., Σαν Παραμύθι, 1911.
Δελμούζου Α., Μαράσλειο και ζωή, Αθήνα 1925
Δελμούζου Α., Δημοτικισμός και Παιδεία, Αθήνα 1927.
Δελμούζου Α. Οι πρώτες προσπάθειες στο Μαράσλειο, Αθήνα, 1930
Δελμούζου Α. Το πρόβλημα της Φιλοσοφικής Σχολής, Αθήνα 1944
Δελμούζου Α. Ο Φώτης Φωτιάδης και το παιδαγωγικό του έργο, Αθήνα 1947
Δελμούζου Α. Το κρυφό σχολειό 1908 – 1911, Αθήνα 1950.
Δελμούζου Α. Μελέτες και Πάρεργα, 2 τόμοι, Αθήνα 1958.
————————————————————————————————————
Άρθρο του Δημήτρη Λιαντίνη για τον μεγάλο παιδαγωγό Αλέξανδρο Δελμούζο.
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Κόσμος-20ος Αιώνας» της εφημερίδας
Απογευματινή. Οι φωτογραφίες συνόδευαν το ίδιο το άρθρο.
Το σύντομο βιογραφικό που συνόδευε το άρθρο είχε ως εξής: «Ο Δημήτρης
Λιαντίνης γεννήθηκε στην Πολοβίτσα της Λακεδαίμονος στα 1942. Χωριό που
από το όνομά του ο συνθέτης Μποροντίν εμπνεύστηκε τους «πολοβιτσιανούς
χορούς» στην όπερά του «Πρίγκιπας Ιγκόρ». Σπούδασε στην Αθήνα και τη
Γερμανία. Είναι πανεπιστημιακός δάσκαλος. Έχει γράψει βιβλία για τον
Ρίλκε, τον Νίτσε, τον Σολωμό, τον Καβάφη και τον Σεφέρη.»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου