«Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων» Mάριος Bερέττας
Έχει γράψει κάπου 40 δημοφιλή βιβλία και 5 θεατρικά έργα. Παράλληλα έχει μεταφράσει πάνω από 300 βιβλία από τα αγγλικά και τα γαλλικά κι έχει επιμεληθεί την έκδοση εκατοντάδων άλλων βιβλίων.
Μια μικρή γεύση από τα βρωμόλογα
Α
ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα, κουνιστός [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΒΡΟΒΟΣΤΡΥΧΟΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείες κοτσίδες [ αβροβόστρυχος = αβρός(τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα)]
ΑΜΒΩΝ μουνόχειλο [ άμβων = ανά + βαίνω]
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει το φαλλό [ ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΑΠΟΨΥΓΜΑ σκατό [απόψυγμα = αποψύχω (βγάζω κάτι έξω και το αφήνω να κρυώσει]
ΑΡΟΤΟΣ γαμίσι [ άροτος = όργωμα]
ΒΑΒΡΟΒΑΤΗΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα, κουνιστός [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΒΡΟΒΟΣΤΡΥΧΟΣ θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείες κοτσίδες [ αβροβόστρυχος = αβρός(τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα)]
ΑΜΒΩΝ μουνόχειλο [ άμβων = ανά + βαίνω]
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει το φαλλό [ ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΑΠΟΨΥΓΜΑ σκατό [απόψυγμα = αποψύχω (βγάζω κάτι έξω και το αφήνω να κρυώσει]
ΑΡΟΤΟΣ γαμίσι [ άροτος = όργωμα]
ΒΔΕΩ κλάνω [βδέω = βρωμάω]
ΒΛΗΧΩ μουνάκι [ βληχώ = βληχή (βέλασμα, αρνάκι μαλλιαρό)]
ΒΟΥΒΟΝΙΩ καυλώνω [ βουβονιώ = βόμβων (πρήξιμο, φούσκωμα)]
Γ
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα, γλείφω αιδοία [γλωττοδεψέω = γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
ΓΟΓΓΥΛΗ βυζί [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]
ΔΕΛΦΥΣ γυναικείο αιδοίο [ δελφύς = βολβός (αγριοκρεμμύδα)]
ΔΙΔΥΜΟΣ αρχίδι [ δίδυμος = δις + δύο]
ΔΡΟΜΑΣ πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]
Ε
ΕΔΡΟΣΤΡΟΦΟΣ κίναιδος που κουνάει τον κώλο του [εδρόστροφος = έδρα + στρέφω]
ΕΣΧΑΡΑ γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
ΕΥΠΥΓΟΣ γυναίκα με ωραίο κώλο [εύπυγος = ευ + πυγή ]
Κ
ΚΑΣΣΩΡΙΣ πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας την ψωλή του [κίνουρης = κινέω + ουρά]
ΚΥΝΤΕΡΟΣ αναίσχυντος, θρασύς [κύντερος = από το κύων
ΚΥΩΝ πέος [ κύων = από το ρήμα κύω (γεννώ)]
Μ
ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ γυναίκα που θέλει διαρκώς να γαμιέται [ μανιόκηπος = μανία + κήπος (μουνί)]
ΜΥΖΟΥΡΙΣ γυναίκα που βυζαίνει το πέος, πιπατζού [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
ΜΥΡΡΙΝΟΝ η τριχωτή περιοχή του αιδοίου [μυρρίνον = από το μύρρα (μυρτιά)]
Π
ΠΕΡΙΒΑΣΩ η γυναίκα που καβαλάει ερωτικά άνδρες[περιβασώ = περί + βαίνω]
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΠΟΣΘΩΝ άνδρας με μεγάλο πέος [ πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
ΠΥΓΙΣΤΗΣ κωλομπαράς [πυγιστής = από την πυγή]
Ρ
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ άνδρας που εκτομίζει ακατάπαυστα βλακείες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]
Και άλλα πολλά θα βρείτε στο βιβλίο… [Books Info]
http://www.pressgr.com/book/2009/06/16/%CF%84%CE%B1-%CE%B2%CF%81%CF%89%CE%BC%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CE%BC%CE%AC%CF%81%CE%B9/#chitika_close_button
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου